- τρυγητικός
- τρυγ-ητικός, ή, όν,A of or for the vintage, PStrassb.40.49 (vi A. D.), PSI8.953.19,65 (vi A. D.), Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρυγητικός — ή, ό / τρυγητικός, ή, όν, ΝΑ [τρυγητός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τρύγηση ή στον τρυγητή ή αυτός που είναι κατάλληλος για τον τρύγο («τρυγητικά μηχανήματα») μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρυγητικά η αμοιβή τών τρυγητών … Dictionary of Greek
τρυγητικῶν — τρυγητικός of fem gen pl τρυγητικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγητικόν — τρυγητικός of masc acc sg τρυγητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγητικήν — τρυγητικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)